- δωδεκαδάκτυλος
- δωδεκαδάκτυλοςtwelve fingers longmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωδεκαδάκτυλος — η, ο (AM δωδεκαδάκτυλος, ον) 1. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δώδεκα δακτύλων 2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκαδάκτυλο η πρώτη μοίρα τού λεπτού εντέρου μετά το στομάχι με μήκος δώδεκα δακτύλους νεοελλ. αυτός που έχει δώδεκα δάχτυλα στα δύο χέρια … Dictionary of Greek
δωδεκαδάκτυλον — δωδεκαδάκτυλος twelve fingers long masc/fem acc sg δωδεκαδάκτυλος twelve fingers long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαδάκτυλα — δωδεκαδάκτυλος twelve fingers long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek